- αγουρογίνομαι
- преждевременно созреть; преждевременно вырасти
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγουρογίνομαι — 1. αναπτύσσομαι πρόωρα 2. λέγεται για τους καρπούς που ωριμάζουν μετά το κόψιμό τους από το δέντρο … Dictionary of Greek
αγουρωριμάζω — αγουρογίνομαι* … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek